- απλάγιαστος
- η , ο не лёгший спать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλάγιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν πλάγιασε, δεν κοιμήθηκε: Πολλές ώρες είχε μείνει απλάγιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)